Ανοίγει με αποφάσεις – σταθμό του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου και της Ελληνικής Δικαιοσύνης ο δρόμος για να διεκδικήσουν χιλιάδες συμβασιούχοι την παραμονή στην εργασία τους ή την επιστροφή τους σε περίπτωση που έχουν ήδη απολυθεί. Πρόκειται για μεγάλη δικαστική ανατροπή υπέρ του μη μονίμου προσωπικού του δημοσίου
Με την υπ’ αριθμ. 1030/2010 απόφασή του το Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών δέχεται ως σύννομη με το Ελληνικό Δίκαιο και προχωρά στην άμεση εκτέλεση της απόφασης (24-4-2009) της Ολομέλειας του Δικαστηρίου Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων.
Σύμφωνα με αυτή, εκτιμάται ότι:
α) Το άρθρο 103 παρ. 8 του Ελληνικού Συντάγματος δεν απαγορεύει τη δικαστική αναγνώριση των συμβάσεων ορισμένου χρόνου ή έργου που υποκρύπτουν πάγιες και διαρκείς ανάγκες, σε αορίστου χρόνου.
Εδώ αξίζει να σημειωθεί πως τόσο η σημερινή κυβέρνηση όσο και οι προηγούμενες προέτασσαν το συγκεκριμένο άρθρο ως το μεγάλο εμπόδιο, προκειμένου να δικαιολογήσουν την άρνησή τους για μετατροπή των παραπάνω συμβάσεων και τις απολύσεις που ακολουθούσαν. Στο σκεπτικό του ΔΕΚ αναφέρεται ότι το Σύνταγμα απαγορεύει μόνο τη μετατροπή συμβάσεων που συνήφθησαν για επείγουσες πρόσκαιρες και απρόβλεπτες ανάγκες. Αυτές είναι, οι τετράμηνες συμβάσεις που για παράδειγμα γίνονται προκειμένου κάποιοι να αναπληρώσουν τους αδειούχους ταχυδρομικούς.
β) Ο χαρακτηρισμός των συμβάσεων ως έργου ή ορισμένου χρόνου για εργαζόμενους στον στενό και ευρύτερο δημόσιο τομέα δεν αποτελεί σύμφωνα με το ΔΕΚ (κάτι που δέχτηκε και το Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών) αντικειμενικό λόγο που να απαγορεύει την αναγνώριση των συμβάσεων αυτών ως αορίστου χρόνου.
γ) Το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο έκρινε ότι το Π.Δ. 164/2004 δεν έδινε πλήρη αναδρομητικότητα, με αποτέλεσμα σημαντική μερίδα συμβασιούχων να μην μπορέσει να επωφεληθεί από τις ευεργετικές του διατάξεις.
Ο δικαστής Θανάσης Παπαπαναγιώτου σε υλοποίηση της απόφασης του ΔΕΚ προέκρινε ως πιο αποτελεσματικό νομοθετικό όχι το εν λόγω Προεδρικό Διάταγμα, αλλά τον νόμο 2112/20, ο οποίος αν και συμπλήρωσε «ενενήντα χρόνια ζωής» διακρίνεται για την προοδευτικότητά του.
Όπως προβλέπει λοιπόν σ’ αυτό και αποδέχτηκε ο κ. Παπαπαναγιώτου, «όποιος καλύπτει πάγιες και διαρκείς ανάγκες πρέπει να έχει συμβάσεις εργασίας αορίστου χρόνου».
Για την ιστορία, όλα ξεκίνησαν όταν μια αρχαιολόγος που προσελήφθη τον Μάρτιο του 2002 από το υπουργείο Πολιτισμού, προσέφυγε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών όταν την απέλυσαν (έληξε η σύμβασή της) την 31-12-2006 ζητώντας να αναγνωρισθεί ότι κάλυπτε πάγιες και διαρκείς ανάγκες. Το συγκεκριμένο δικαστήριο με την υπ’ αριθμ. 2088/2008 απόφασή του τη δικαίωσε (ότι καλύπτει πάγιες και διαρκείς ανάγκες) και για την ερμηνεία της κοινοτικής οδηγίας 77/99 παρέπεμψε στο ΔΕΚ θέτοντας προδικαστικά ερωτήματα.Το ΔΕΚ με την απόφαση της 24-4-2009 (υπόθεση C-519/08) της μείζονος ολομέλειάς του, γνωμοδότησε ότι η μετατροπή των συμβάσεων από ορισμένου χρόνου σε αορίστου δεν αντίκειται στο Σύνταγμα της χώρας μας και ενημέρωσε το αρμόδιο ελληνικό δικαστήριο που έφερε και το θέμα προς συζήτηση.
Το τελευταίο, με νέα απόφασή του που εκδόθηκε στις 23 Απριλίου του τρέχοντος δικαίου αναγνωρίζει την ακυρότητα της απόλυσης της αρχαιολόγου αλλά, και αυτό είναι το πιο σημαντικό, πως κάλυπτε πάγιες και διαρκείς ανάγκες επιδεικνύοντάς της την επιστροφή της στην δουλειά ως μόνιμη υπάλληλος.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου